ίονθος

ίονθος
ἴονθος, ὁ (Α)
1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν»
3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» — εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού («ἐξανθήματα... μικρὰ οἶον ἴονθοι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *wendh- «τρίχα, μαλλί» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. find «κόμη», το αρχ. άνω γερμ. wintbrāva «κόμη», το αρχ. πρωσ. wanso «πρώτα γένια» κ.ά. Ο αρχ. ελλ. τ. προήλθε από αναδιπλασιασμένο *-Foνθoς.
ΠΑΡ. αρχ. ιονθάς, ιονθώδης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἴονθος — root of a hair masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθοις — ἴονθος root of a hair masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθοισι — ἴονθος root of a hair masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθου — ἴονθος root of a hair masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθους — ἴονθος root of a hair masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰόνθων — ἴονθος root of a hair masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴονθοι — ἴονθος root of a hair masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ус — род. п. а, мн. ы, диал. ус, род. п. а, укр. вус, род. п. а, блр. вус, др. русск. усъ ус, борода , русск. цслав. ѫсъ, болг. въс (Младенов 94), словен. vо̣̑s ус , мн. vȯse, чеш. vous, мн. vousy, слвц. fuz, мн. fuzy, польск. wąs, род. п. wąsa, мн …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • εξιονθίζω — ἐξιονθίζω (Α) φρ. «ἐξιονθίζω τρίχα» αρχίζει η τριχοφυΐα μου, βγάζω τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιονθίζω (< ίονθος «πρώτα γένεια») τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”