ἴονθος — root of a hair masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόνθοις — ἴονθος root of a hair masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόνθοισι — ἴονθος root of a hair masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόνθου — ἴονθος root of a hair masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόνθους — ἴονθος root of a hair masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόνθων — ἴονθος root of a hair masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴονθοι — ἴονθος root of a hair masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ус — род. п. а, мн. ы, диал. ус, род. п. а, укр. вус, род. п. а, блр. вус, др. русск. усъ ус, борода , русск. цслав. ѫсъ, болг. въс (Младенов 94), словен. vо̣̑s ус , мн. vȯse, чеш. vous, мн. vousy, слвц. fuz, мн. fuzy, польск. wąs, род. п. wąsa, мн … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
εξιονθίζω — ἐξιονθίζω (Α) φρ. «ἐξιονθίζω τρίχα» αρχίζει η τριχοφυΐα μου, βγάζω τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιονθίζω (< ίονθος «πρώτα γένεια») τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] … Dictionary of Greek